Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διχοστασία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
διχοστασί
α
οι
διχοστασί
ες
γενική
της
διχοστασί
ας
των
διχοστασι
ών
αιτιατική
τη
διχοστασί
α
τις
διχοστασί
ες
κλητική
διχοστασί
α
διχοστασί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διχοστασία
<
αρχαία ελληνική
διχοστασία
<
δίχα
+
ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διχοστασία
θηλυκό
διαφωνία
,
διχογνωμία
,
διχόνοια
,
διλημματική
αμφιβολία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διχοστασία
αγγλικά
:
dissension
(en)