διφωσφορυλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διφωσφορυλικός < (δις) δι- + φωσφορυλικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
διφωσφορυλικός, -η, -ο (χημεία)
- ο σχετικός με διφωσφορύλιο ή διφωσφορυλίωση
- αυτός που φέρει στο μόριό του δύο φωσφορυλομάδες
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διφωσφορυλικός
|