διπλοκράτηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διπλοκράτηση[1] θηλυκό
- η κράτηση για δύο διαφορετικούς ανθρώπους της ίδιας θέσης σε κινηματογραφική αίθουσα, θέατρο, μέσο μεταφοράς κ.λπ.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διπλοκράτηση
- ↑ «διπλοκράτηση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.