↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
διοπτροφόρος
|
η
|
διοπτροφόρος & διοπτροφόρα
|
το
|
διοπτροφόρο
|
γενική
|
του
|
διοπτροφόρου
|
της
|
διοπτροφόρου & διοπτροφόρας
|
του
|
διοπτροφόρου
|
αιτιατική
|
τον
|
διοπτροφόρο
|
τη
|
διοπτροφόρο & διοπτροφόρα
|
το
|
διοπτροφόρο
|
κλητική
|
|
διοπτροφόρε
|
|
διοπτροφόρε & διοπτροφόρα
|
|
διοπτροφόρο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
διοπτροφόροι
|
οι
|
διοπτροφόροι & διοπτροφόρες
|
τα
|
διοπτροφόρα
|
γενική
|
των
|
διοπτροφόρων
|
των
|
διοπτροφόρων
|
των
|
διοπτροφόρων
|
αιτιατική
|
τους
|
διοπτροφόρους
|
τις
|
διοπτροφόρους & διοπτροφόρες
|
τα
|
διοπτροφόρα
|
κλητική
|
|
διοπτροφόροι
|
|
διοπτροφόροι & διοπτροφόρες
|
|
διοπτροφόρα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|