διευθυνσιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιευθυνσιογράφος αρσενικό
- πρόγραμμα καταγραφής και καταχώρισης διαφόρων στοιχείων ανθρώπων: διευθύνσεις, ονόματα, τηλέφωνα κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία διευθυνσιογράφος
|