↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διεργεννοιακός η διεργεννοιακή το διεργεννοιακό
      γενική του διεργεννοιακού της διεργεννοιακής του διεργεννοιακού
    αιτιατική τον διεργεννοιακό τη διεργεννοιακή το διεργεννοιακό
     κλητική διεργεννοιακέ διεργεννοιακή διεργεννοιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διεργεννοιακοί οι διεργεννοιακές τα διεργεννοιακά
      γενική των διεργεννοιακών των διεργεννοιακών των διεργεννοιακών
    αιτιατική τους διεργεννοιακούς τις διεργεννοιακές τα διεργεννοιακά
     κλητική διεργεννοιακοί διεργεννοιακές διεργεννοιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεργεννοιακός < διεργέννοια

  Επίθετο

επεξεργασία

διεργεννοιακός

Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεργεννοιακή σκέψη, διεργεννοιακό χάσμα κ.ά.

Επίρρημα: διεργεννοιακά, διεργεννοιακώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία