διεργεννοιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεργεννοιακός < διεργέννοια
Επίθετο
επεξεργασίαδιεργεννοιακός
- (μαθηματικά) που έχει σχέση με διεργέννοια ή διεργέννοιες, που αφορά διεργέννοια ή διεργέννοιες
- Χρησιμοποιείται ως προσδιοριστικό συνθετικό σε όρους όπως: διεργεννοιακή σκέψη, διεργεννοιακό χάσμα κ.ά.
Επίρρημα: διεργεννοιακά, διεργεννοιακώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεργεννοιακός