Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διεθνολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διεθνολογικ
ός
η
διεθνολογικ
ή
το
διεθνολογικ
ό
γενική
του
διεθνολογικ
ού
της
διεθνολογικ
ής
του
διεθνολογικ
ού
αιτιατική
τον
διεθνολογικ
ό
τη
διεθνολογικ
ή
το
διεθνολογικ
ό
κλητική
διεθνολογικ
έ
διεθνολογικ
ή
διεθνολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διεθνολογικ
οί
οι
διεθνολογικ
ές
τα
διεθνολογικ
ά
γενική
των
διεθνολογικ
ών
των
διεθνολογικ
ών
των
διεθνολογικ
ών
αιτιατική
τους
διεθνολογικ
ούς
τις
διεθνολογικ
ές
τα
διεθνολογικ
ά
κλητική
διεθνολογικ
οί
διεθνολογικ
ές
διεθνολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διεθνολογικός
<
διεθνολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
διεθνολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
διεθνολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διεθνολογικός