Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διεγερσιμότης αἱ διεγερσιμότητες
      γενική τῆς διεγερσιμότητος τῶν διεγερσιμοτήτων
      δοτική τῇ διεγερσιμότητι ταῖς διεγερσιμότησι(ν)
    αιτιατική τὴν διεγερσιμότητα τὰς διεγερσιμότητᾰς
     κλητική ! διεγερσιμότης διεγερσιμότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεγερσιμότης (μαρτυρείται από το 1811) [1] < διέγερσ(ις) + -ιμος > διεγέρσιμ(ος) + -ότης < (διά) δι- + (ελληνιστική κοινή) ἐγέρσιμος → και δείτε τη λέξη διεγερσιμότητα [2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεγερσιμότης θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 288, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. διεγερσιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας