διαυλοεπιλογέας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαυλοεπιλογέας (νεολογισμός) < δίαυλ(ος) + -ο- + επιλογέας
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαυλοεπιλογέας αρσενικό
- (σπάνιο) τηλεκοντρόλ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαυλοεπιλογέας
|