διατρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατρητής < διάτρηση + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική perceur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατρητής αρσενικό (1: θηλυκό: διατρήτρια)
- (παρωχημένο, πληροφορική, επάγγελμα) αυτός που χειρίζεται διατρητικό μηχάνημα
- ειδικό όργανο που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε διάτρηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία διατρητής
|