διατηρούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατηρούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διατηρούμαι
Μετοχή επεξεργασία
διατηρούμενος, η, ο
- που διατηρείται αυτή τη στιγμή, που ίσως άρχισε να διατηρείται προ πολλού αλλά εξακολουθεί να καταβάλλεται φροντίδα για τη διατήρησή του και τώρα, που δεν έχει διατηρηθεί ακόμα αλλά μπορεί να διατηρηθεί στο μέλλον ή πρέπει να διατηρείται
- Το όργανο προς μεταμόσχευση μπορεί να μεταφερθεί διατηρούμενο σε άριστη κατάσταση μέσα σε ειδική συσκευή
- Tο καλύτερα διατηρούμενο αρχαίο κάστρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατηρούμενος