Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατηρούμενος η διατηρούμενη το διατηρούμενο
      γενική του διατηρούμενου της διατηρούμενης του διατηρούμενου
    αιτιατική τον διατηρούμενο τη διατηρούμενη το διατηρούμενο
     κλητική διατηρούμενε διατηρούμενη διατηρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατηρούμενοι οι διατηρούμενες τα διατηρούμενα
      γενική των διατηρούμενων των διατηρούμενων των διατηρούμενων
    αιτιατική τους διατηρούμενους τις διατηρούμενες τα διατηρούμενα
     κλητική διατηρούμενοι διατηρούμενες διατηρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατηρούμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διατηρούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

διατηρούμενος, η, ο

  • που διατηρείται αυτή τη στιγμή, που ίσως άρχισε να διατηρείται προ πολλού αλλά εξακολουθεί να καταβάλλεται φροντίδα για τη διατήρησή του και τώρα, που δεν έχει διατηρηθεί ακόμα αλλά μπορεί να διατηρηθεί στο μέλλον ή πρέπει να διατηρείται
  • Το όργανο προς μεταμόσχευση μπορεί να μεταφερθεί διατηρούμενο σε άριστη κατάσταση μέσα σε ειδική συσκευή
  • Tο καλύτερα διατηρούμενο αρχαίο κάστρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία