↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασυνδετικός η διασυνδετική το διασυνδετικό
      γενική του διασυνδετικού της διασυνδετικής του διασυνδετικού
    αιτιατική τον διασυνδετικό τη διασυνδετική το διασυνδετικό
     κλητική διασυνδετικέ διασυνδετική διασυνδετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασυνδετικοί οι διασυνδετικές τα διασυνδετικά
      γενική των διασυνδετικών των διασυνδετικών των διασυνδετικών
    αιτιατική τους διασυνδετικούς τις διασυνδετικές τα διασυνδετικά
     κλητική διασυνδετικοί διασυνδετικές διασυνδετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο (ιατρική), (πληροφορική-διαδίκτυο)

  • που συνδέει μεταξύ τους τμήματα