διασυνδετικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαδιασυνδετικά
- μέσω διασύνδεσης/διασυνδετικής επικοινωνίας
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιασυνδετικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διασυνδετικό
διασυνδετικά
διασυνδετικά