Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασυμπαντικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασυμπαντικ
ός
η
διασυμπαντικ
ή
το
διασυμπαντικ
ό
γενική
του
διασυμπαντικ
ού
της
διασυμπαντικ
ής
του
διασυμπαντικ
ού
αιτιατική
τον
διασυμπαντικ
ό
τη
διασυμπαντικ
ή
το
διασυμπαντικ
ό
κλητική
διασυμπαντικ
έ
διασυμπαντικ
ή
διασυμπαντικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασυμπαντικ
οί
οι
διασυμπαντικ
ές
τα
διασυμπαντικ
ά
γενική
των
διασυμπαντικ
ών
των
διασυμπαντικ
ών
των
διασυμπαντικ
ών
αιτιατική
τους
διασυμπαντικ
ούς
τις
διασυμπαντικ
ές
τα
διασυμπαντικ
ά
κλητική
διασυμπαντικ
οί
διασυμπαντικ
ές
διασυμπαντικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία el
επεξεργασία
διασυμπαντικός
<
δια-
+
συμπαντικός
Επίθετο
επεξεργασία
διασυμπαντικός, -ή, -ό
(
φυσική
,
αστροφυσική
) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο
σύμπαντα