↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαστημοσυσκευή οι διαστημοσυσκευές
      γενική της διαστημοσυσκευής των διαστημοσυσκευών
    αιτιατική τη διαστημοσυσκευή τις διαστημοσυσκευές
     κλητική διαστημοσυσκευή διαστημοσυσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαστημοσυσκευή (νεολογισμός) < διάστημ(α) + -ο- + συσκευή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαστημοσυσκευή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία