διαστημοσυσκευή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαστημοσυσκευή (νεολογισμός) < διάστημ(α) + -ο- + συσκευή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαστημοσυσκευή θηλυκό
- (νεολογισμός, τεχνολογία) συσκευή που χρησιμοποιείται για διαστημικές αποστολές
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαστημοσυσκευή
|
Πηγές
επεξεργασία- διαστημοσυσκευή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- διαστημοσυσκευή - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr