διαστασιολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διαστασιολόγιο | τα | διαστασιολόγια |
γενική | του | διαστασιολόγιου & διαστασιολογίου |
των | διαστασιολόγιων & διαστασιολογίων |
αιτιατική | το | διαστασιολόγιο | τα | διαστασιολόγια |
κλητική | διαστασιολόγιο | διαστασιολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαστασιολόγιο < διάστασι(ς) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαστασιολόγιο ουδέτερο
- πίνακας που περιέχει τις διαστάσεις σε διάφορα μετρικά συστήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαστασιολόγιο
|