διαπόσταση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπόσταση | οι | διαποστάσεις |
γενική | της | διαπόστασης* | των | διαποστάσεων |
αιτιατική | τη | διαπόσταση | τις | διαποστάσεις |
κλητική | διαπόσταση | διαποστάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαποστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπόσταση θηλυκό
- η απόσταση (μεταξύ δύο συχνοτήτων)