Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαμετρημός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διαμετρημ
ός
οι
διαμετρημ
οί
γενική
του
διαμετρημ
ού
των
διαμετρημ
ών
αιτιατική
τον
διαμετρημ
ό
τους
διαμετρημ
ούς
κλητική
διαμετρημ
έ
διαμετρημ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαμετρημός
<
διαμετρώ
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαμετρημός
αρσενικό
(
παρωχημένο
) η
απαρίθμηση
, η
αρίθμηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαμετρημός
→
δείτε
τις λέξεις
απαρίθμηση
και
αρίθμηση