διακωδικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διακωδικοποίηση | οι | διακωδικοποιήσεις |
γενική | της | διακωδικοποίησης* | των | διακωδικοποιήσεων |
αιτιατική | τη | διακωδικοποίηση | τις | διακωδικοποιήσεις |
κλητική | διακωδικοποίηση | διακωδικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διακωδικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διακωδικοποίηση < διακωδικοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transcoding)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακωδικοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακωδικοποιώ
Άλλες μορφές
επεξεργασία- διακωδίκευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακωδικοποίηση