γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διακεχυμένος διακεχυμένη τὸ διακεχυμένον
      γενική τοῦ διακεχυμένου τῆς διακεχυμένης τοῦ διακεχυμένου
      δοτική τῷ διακεχυμέν τῇ διακεχυμέν τῷ διακεχυμέν
    αιτιατική τὸν διακεχυμένον τὴν διακεχυμένην τὸ διακεχυμένον
     κλητική ! διακεχυμένε διακεχυμένη διακεχυμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διακεχυμένοι αἱ διακεχυμέναι τὰ διακεχυμέν
      γενική τῶν διακεχυμένων τῶν διακεχυμένων τῶν διακεχυμένων
      δοτική τοῖς διακεχυμένοις ταῖς διακεχυμέναις τοῖς διακεχυμένοις
    αιτιατική τοὺς διακεχυμένους τὰς διακεχυμένᾱς τὰ διακεχυμέν
     κλητική ! διακεχυμένοι διακεχυμέναι διακεχυμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διακεχυμένω τὼ διακεχυμέν τὼ διακεχυμένω
      γεν-δοτ τοῖν διακεχυμένοιν τοῖν διακεχυμέναιν τοῖν διακεχυμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διακεχυμένος, -η, -ον