Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαιτολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαιτολογικ
ός
η
διαιτολογικ
ή
το
διαιτολογικ
ό
γενική
του
διαιτολογικ
ού
της
διαιτολογικ
ής
του
διαιτολογικ
ού
αιτιατική
τον
διαιτολογικ
ό
τη
διαιτολογικ
ή
το
διαιτολογικ
ό
κλητική
διαιτολογικ
έ
διαιτολογικ
ή
διαιτολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαιτολογικ
οί
οι
διαιτολογικ
ές
τα
διαιτολογικ
ά
γενική
των
διαιτολογικ
ών
των
διαιτολογικ
ών
των
διαιτολογικ
ών
αιτιατική
τους
διαιτολογικ
ούς
τις
διαιτολογικ
ές
τα
διαιτολογικ
ά
κλητική
διαιτολογικ
οί
διαιτολογικ
ές
διαιτολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαιτολογικός
<
διαιτολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
διαιτολογικός, -ή, -ό
σχετικός με την
διαιτολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαιτολογικός