διαβολοσκορπίσματα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | διαβολοσκορπίσματα | ||
γενική | των | διαβολοσκορπισμάτων | ||
αιτιατική | τα | διαβολοσκορπίσματα | ||
κλητική | διαβολοσκορπίσματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβολοσκορπίσματα < διαβολο- + σκορπίσματα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβολοσκορπίσματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα: ό,τι αποκτιέται τυχοδιωκτικά και τυχαία χάνεται γρήγορα και εύκολα
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβολοσκορπίσματα
|