Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαβολοκόριτσο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διαβολοκόριτσ
ο
τα
διαβολοκόριτσ
α
γενική
του
διαβολοκόριτσ
ου
των
διαβολοκόριτσ
ων
αιτιατική
το
διαβολοκόριτσ
ο
τα
διαβολοκόριτσ
α
κλητική
διαβολοκόριτσ
ο
διαβολοκόριτσ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαβολοκόριτσο
<
διάβολος
+
κορίτσι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαβολοκόριτσο
ουδέτερο
πανέξυπνο
ή πολύ
άτακτο
κορίτσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαβολοκόριτσο
γαλλικά
:
diablesse
(fr)