diablesse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diablesse | diablesses |
diablesse (fr) θηλυκό
- θηλυκός διάβολος, η διαβόλισσα
- (μεταφορικά) το διαβολοκόριτσο, ζωηρό κορίτσι ή γυναίκα
ενικός | πληθυντικός |
diablesse | diablesses |
diablesse (fr) θηλυκό