Ετυμολογία

επεξεργασία
diablesse, θηλυκό του diable

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diablesse diablesses

diablesse (fr) θηλυκό

  1. θηλυκός διάβολος, η διαβόλισσα
  2. (μεταφορικά) το διαβολοκόριτσο, ζωηρό κορίτσι ή γυναίκα