γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαβατέος διαβατέ τὸ διαβατέον
      γενική τοῦ διαβατέου τῆς διαβατέᾱς τοῦ διαβατέου
      δοτική τῷ διαβατέ τῇ διαβατέ τῷ διαβατέ
    αιτιατική τὸν διαβατέον τὴν διαβατέᾱν τὸ διαβατέον
     κλητική ! διαβατέε διαβατέ διαβατέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαβατέοι αἱ διαβατέαι τὰ διαβατέ
      γενική τῶν διαβατέων τῶν διαβατέων τῶν διαβατέων
      δοτική τοῖς διαβατέοις ταῖς διαβατέαις τοῖς διαβατέοις
    αιτιατική τοὺς διαβατέους τὰς διαβατέᾱς τὰ διαβατέ
     κλητική ! διαβατέοι διαβατέαι διαβατέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαβατέω τὼ διαβατέ τὼ διαβατέω
      γεν-δοτ τοῖν διαβατέοιν τοῖν διαβατέαιν τοῖν διαβατέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβατέος < διαβαίνω + -τέος

  Επίθετο

επεξεργασία

διαβατέος, -α, -ον