διαβάθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβάθρα < ελληνιστική κοινή διαβάθρα < αρχαία ελληνική διαβαίνω < διά + βαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαβάθρα θηλυκό
- (λόγιο) η σανιδόσκαλα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- διαβάθρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαβάθρα
|