↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σανιδόσκαλη οι σανιδόσκαλες
      γενική της σανιδόσκαλης των σανιδόσκαλων
    αιτιατική τη σανιδόσκαλη τις σανιδόσκαλες
     κλητική σανιδόσκαλη σανιδόσκαλες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σανιδόσκαλα < σανίδ(α) + -ό- + σκάλα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σανιδόσκαλα θηλυκό

  1. σκάλα από σανίδια
  2. (ναυτικός όρος) κινητή σκάλα (ή απλή πρόχειρη σανίδα) επιβίβασης επιβατών σε πλοίο ή αποβίβασής τους
    ※  Να σταθείς λοιπόν κοντά στη σανιδόσκαλα, να τους αναγνωρίζεις και να τους παραλαμβάνεις, αναγκάζοντάς τους να επιβιβάζονται γυμνοί. (*)
     συνώνυμα: διαβάθρα, μαδερόσκαλα, πασαδούρος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία