Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διίσθμιση οι διισθμίσεις
      γενική της διίσθμισης* των διισθμίσεων
    αιτιατική τη διίσθμιση τις διισθμίσεις
     κλητική διίσθμιση διισθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διισθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διίσθμιση < ελληνιστική κοινή διϊσθμίζω + -ση < διά + αρχαία ελληνική ἰσθμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διίσθμιση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία