διάστρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάστρωση | οι | διαστρώσεις |
γενική | της | διάστρωσης* | των | διαστρώσεων |
αιτιατική | τη | διάστρωση | τις | διαστρώσεις |
κλητική | διάστρωση | διαστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάστρωση < μεσαιωνική ελληνική διαστρώνω + -ση < ελληνιστική κοινή διαστρώννυμι < αρχαία ελληνική στρώννυμι / στρωννύω / στόρνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάστρωση θηλυκό
- (λόγιο) η στρώση μιας επιφάνειας με ομοιόμορφο τρόπο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διάστρωση
|