Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δευτεριάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δευτεριάτικ
ος
η
δευτεριάτικ
η
το
δευτεριάτικ
ο
γενική
του
δευτεριάτικ
ου
της
δευτεριάτικ
ης
του
δευτεριάτικ
ου
αιτιατική
τον
δευτεριάτικ
ο
τη
δευτεριάτικ
η
το
δευτεριάτικ
ο
κλητική
δευτεριάτικ
ε
δευτεριάτικ
η
δευτεριάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δευτεριάτικ
οι
οι
δευτεριάτικ
ες
τα
δευτεριάτικ
α
γενική
των
δευτεριάτικ
ων
των
δευτεριάτικ
ων
των
δευτεριάτικ
ων
αιτιατική
τους
δευτεριάτικ
ους
τις
δευτεριάτικ
ες
τα
δευτεριάτικ
α
κλητική
δευτεριάτικ
οι
δευτεριάτικ
ες
δευτεριάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δευτεριάτικος
<
Δευτέρα
+
-ιάτικος
Επίθετο
επεξεργασία
δευτεριάτικος, -η, -ο
που συμβαίνει τη
Δευτέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δευτεριάτικος
αγγλικά
:
Monday
(en)