Δείτε επίσης: Δερματάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δερματάς οι δερματάδες
      γενική του δερματά των δερματάδων
    αιτιατική τον δερματά τους δερματάδες
     κλητική δερματά δερματάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δερματάς < δέρμα, δερματ- + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðer.maˈtas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δερ‐μα‐τάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δερματάς αρσενικό

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία