δενδροκομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δενδροκομία < δενδροκόμ(ος) + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδενδροκομία θηλυκό
- η επιστήμη που ασχολείται με την καλλιέργεια και περιποίηση των δέντρων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δενδροκόμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δενδροκομία