δενδρογαλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δενδρογαλιά | οι | δενδρογαλιές |
γενική | της | δενδρογαλιάς | των | δενδρογαλιών |
αιτιατική | τη | δενδρογαλιά | τις | δενδρογαλιές |
κλητική | δενδρογαλιά | δενδρογαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδενδρογαλιά θηλυκό
- (φίδι) είδος μη δηλητηριώδους φιδιού της νότιας Ευρώπης