δεκάωρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δεκάωρος | η | δεκάωρη | το | δεκάωρο |
γενική | του | δεκάωρου | της | δεκάωρης | του | δεκάωρου |
αιτιατική | τον | δεκάωρο | τη | δεκάωρη | το | δεκάωρο |
κλητική | δεκάωρε | δεκάωρη | δεκάωρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δεκάωροι | οι | δεκάωρες | τα | δεκάωρα |
γενική | των | δεκάωρων | των | δεκάωρων | των | δεκάωρων |
αιτιατική | τους | δεκάωρους | τις | δεκάωρες | τα | δεκάωρα |
κλητική | δεκάωροι | δεκάωρες | δεκάωρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδεκάωρος, -η, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκάωρος
|