Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκάγραμμο τα δεκάγραμμα
      γενική του δεκάγραμμου των δεκάγραμμων
    αιτιατική το δεκάγραμμο τα δεκάγραμμα
     κλητική δεκάγραμμο δεκάγραμμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκάγραμμο < δεκά- + -γραμμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκάγραμμο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη g