Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δειχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δειχτικ
ός
η
δειχτικ
ή
το
δειχτικ
ό
γενική
του
δειχτικ
ού
της
δειχτικ
ής
του
δειχτικ
ού
αιτιατική
τον
δειχτικ
ό
τη
δειχτικ
ή
το
δειχτικ
ό
κλητική
δειχτικ
έ
δειχτικ
ή
δειχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δειχτικ
οί
οι
δειχτικ
ές
τα
δειχτικ
ά
γενική
των
δειχτικ
ών
των
δειχτικ
ών
των
δειχτικ
ών
αιτιατική
τους
δειχτικ
ούς
τις
δειχτικ
ές
τα
δειχτικ
ά
κλητική
δειχτικ
οί
δειχτικ
ές
δειχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δειχτικός
<
δεικτικός
Επίθετο
επεξεργασία
δειχτικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
δεικτικός