δειγματολήπτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δειγματολήπτρια < δειγματολήπτης + -τρια < δείγμα + -ο- + λήπτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
δειγματολήπτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του δειγματολήπτης
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δειγματολήπτης, δείγμα, δείχνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δειγματολήπτρια
|