↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δείλια οι δείλιες
      γενική της δείλιας
    αιτιατική τη δείλια τις δείλιες
     κλητική δείλια δείλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δείλια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δείλια θηλυκό, χωρίς γενική πληθυντικού

  • ένδειξη φόβου απέναντι σε κάτι

Συνώνυμα

επεξεργασία

φόβος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία