δείλια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δείλια | οι | δείλιες |
γενική | της | δείλιας | — | |
αιτιατική | τη | δείλια | τις | δείλιες |
κλητική | δείλια | δείλιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείλια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείλια θηλυκό, χωρίς γενική πληθυντικού
- ένδειξη φόβου απέναντι σε κάτι