δασκαλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δασκαλάκι | τα | δασκαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δασκαλάκι | τα | δασκαλάκια |
κλητική | δασκαλάκι | δασκαλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δασκαλάκι < δάσκαλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδασκαλάκι ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) ο νεαρός δάσκαλος· (κατ’ επέκταση) ο άπειρος δάσκαλος
- ※ — Θυμᾶσαι, Ἐσμέ, θυμᾶσαι; Τὶ κάνει ὁ ὑπαστυνόμος ὁ Τοῦρκος, ποὺ ἀλλαξοπίστησες γι’ αὐτόν; Καὶ μένα τὸ δασκαλάκι σου, μὲ θυμᾶσαι;
- Γιώργος Κιτρόπουλος, διήγημα, «Το σπασμένο χέρι», περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη (Ιανουάριος 1927), σ. 8.
- ※ — Θυμᾶσαι, Ἐσμέ, θυμᾶσαι; Τὶ κάνει ὁ ὑπαστυνόμος ὁ Τοῦρκος, ποὺ ἀλλαξοπίστησες γι’ αὐτόν; Καὶ μένα τὸ δασκαλάκι σου, μὲ θυμᾶσαι;
- (μειωτικό) δάσκαλος χωρίς θέση κύρους σε μια κοινωνία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασκαλάκι
|