Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δανέζικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δανέζικ
ος
η
δανέζικ
η
το
δανέζικ
ο
γενική
του
δανέζικ
ου
της
δανέζικ
ης
του
δανέζικ
ου
αιτιατική
τον
δανέζικ
ο
τη
δανέζικ
η
το
δανέζικ
ο
κλητική
δανέζικ
ε
δανέζικ
η
δανέζικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δανέζικ
οι
οι
δανέζικ
ες
τα
δανέζικ
α
γενική
των
δανέζικ
ων
των
δανέζικ
ων
των
δανέζικ
ων
αιτιατική
τους
δανέζικ
ους
τις
δανέζικ
ες
τα
δανέζικ
α
κλητική
δανέζικ
οι
δανέζικ
ες
δανέζικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δανέζικος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
δανέζικος
δανικός
, σχετικός με τη
Δανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δανέζικος
→
δείτε
τη λέξη
δανικός