δανέζικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- < επίθετο δανέζικος
Επίρρημα
επεξεργασίαδανέζικα και δανικά
- η δανέζικη γλώσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δανέζικα
→ δείτε τη λέξη δανικά |
δανέζικα και δανικά
→ δείτε τη λέξη δανικά |