δακρύβρεκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δακρύβρεκτος: → δείτε δακρύβρεχτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðaˈkɾi.vɾe.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐κρύ‐βρε‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
δακρύβρεκτος, -η, -ο
- λογιότερη μορφή του δακρύβρεχτος