→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δακρυσίστακτος τὸ δακρυσίστακτον
      γενική τοῦ/τῆς δακρυσιστάκτου τοῦ δακρυσιστάκτου
      δοτική τῷ/τῇ δακρυσιστάκτ τῷ δακρυσιστάκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν δακρυσίστακτον τὸ δακρυσίστακτον
     κλητική ! δακρυσίστακτε δακρυσίστακτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δακρυσίστακτοι τὰ δακρυσίστακτ
      γενική τῶν δακρυσιστάκτων τῶν δακρυσιστάκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς δακρυσιστάκτοις τοῖς δακρυσιστάκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δακρυσιστάκτους τὰ δακρυσίστακτ
     κλητική ! δακρυσίστακτοι δακρυσίστακτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δακρυσιστάκτω τὼ δακρυσιστάκτω
      γεν-δοτ τοῖν δακρυσιστάκτοιν τοῖν δακρυσιστάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δακρυσίστακτος < δάκρυ + στάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

δακρυσίστακτος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία