δακρυσίστακτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδακρυσίστακτος, -ος, -ον
- (σπάνιο) που στάζει πολλά δάκρυα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 399 (397-401)
- στένω σε τᾶς οὐ-|λομένας τύχας, Προμηθεῦ· | δακρυσίστακτον [δ᾽] ἀπ᾽ ὄσσων | ῥαδινῶν λειβομένα ῥέος παρειὰν | νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς·
- Προμηθέα, την ασύντυχη | μοίρ᾽ αυτή σου θρηνώ | κι απ᾽ τα μάτια μου αβάστηγο βρύση τρέχει | και την όψη μου βρέχει δάκρυ θερμό.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- στένω σε τᾶς οὐ-|λομένας τύχας, Προμηθεῦ· | δακρυσίστακτον [δ᾽] ἀπ᾽ ὄσσων | ῥαδινῶν λειβομένα ῥέος παρειὰν | νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 399 (397-401)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δακρυσίστακτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δακρυσίστακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.