δαιμονοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαιμονοπάθεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική démonopathie < αρχαία ελληνική δαίμων + πάθος (< πάσχω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαιμονοπάθεια θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- δαιμονοπαθής
- → δείτε τις λέξεις δαίμονας, πάθος και πάσχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαιμονοπάθεια