Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίοικος η δίοικη το δίοικο
      γενική του δίοικου της δίοικης του δίοικου
    αιτιατική τον δίοικο τη δίοικη το δίοικο
     κλητική δίοικε δίοικη δίοικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίοικοι οι δίοικες τα δίοικα
      γενική των δίοικων των δίοικων των δίοικων
    αιτιατική τους δίοικους τις δίοικες τα δίοικα
     κλητική δίοικοι δίοικες δίοικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίοικος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δίοικος

  • (βοτανική) που έχει αρσενικά και θηλυκά λουλούδια σε διαφορετικά φυτά

  Μεταφράσεις επεξεργασία