Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκορος η δίκορη το δίκορο
      γενική του δίκορου της δίκορης του δίκορου
    αιτιατική τον δίκορο τη δίκορη το δίκορο
     κλητική δίκορε δίκορη δίκορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκοροι οι δίκορες τα δίκορα
      γενική των δίκορων των δίκορων των δίκορων
    αιτιατική τους δίκορους τις δίκορες τα δίκορα
     κλητική δίκοροι δίκορες δίκορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίκορος < δίς και κόρη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

δίκορος, -η, -ο(ν)

  • που έχει τις κόρες των ματιών διαφορετικού χρώματος
    «Αναστάσιος ο δίκορος», αυτοκράτορας του Βυζαντίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία