δίζηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δίζηση | οι | διζήσεις |
γενική | της | δίζησης* | των | διζήσεων |
αιτιατική | τη | δίζηση | τις | διζήσεις |
κλητική | δίζηση | διζήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διζήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίζηση < ελληνιστική κοινή δίζησις (έρευνα, διερεύνηση) < αρχαία ελληνική δίζημαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deyh₂ / *dyeh₂
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίζηση θηλυκό
- (νομικός όρος) το νομικό δικαίωμα του εγγυητή ενός χρέους να ζητήσει να ξεκινήσει η αποπληρωμή ή εξόφληση του χρέους από τον οφειλέτη ή να εφαρμοστούν άλλα μέτρα (κατάσχεση) στον αρχικό οφειλέτη, πριν εγερθούν απαιτήσεις και αξιώσεις προς τον εγγυητή
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίζηση
|