γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γρηγορῶν γρηγοροῦσ τὸ γρηγοροῦν
      γενική τοῦ γρηγοροῦντος τῆς γρηγορούσης τοῦ γρηγοροῦντος
      δοτική τῷ γρηγοροῦντ τῇ γρηγορούσ τῷ γρηγοροῦντ
    αιτιατική τὸν γρηγοροῦντ τὴν γρηγοροῦσᾰν τὸ γρηγοροῦν
     κλητική ! γρηγορῶν γρηγοροῦσ γρηγοροῦν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γρηγοροῦντες αἱ γρηγοροῦσαι τὰ γρηγοροῦντ
      γενική τῶν γρηγορούντων τῶν γρηγορουσῶν τῶν γρηγορούντων
      δοτική τοῖς γρηγοροῦσῐ(ν) ταῖς γρηγορούσαις τοῖς γρηγοροῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς γρηγοροῦντᾰς τὰς γρηγορούσᾱς τὰ γρηγοροῦντ
     κλητική ! γρηγοροῦντες γρηγοροῦσαι γρηγοροῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γρηγοροῦντε τὼ γρηγορούσ τὼ γρηγοροῦντε
      γεν-δοτ τοῖν γρηγορούντοιν τοῖν γρηγορούσαιν τοῖν γρηγορούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γρηγορῶν, -οῦσα, -οῦν