↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρεβενιώτικος η γρεβενιώτικη το γρεβενιώτικο
      γενική του γρεβενιώτικου της γρεβενιώτικης του γρεβενιώτικου
    αιτιατική τον γρεβενιώτικο τη γρεβενιώτικη το γρεβενιώτικο
     κλητική γρεβενιώτικε γρεβενιώτικη γρεβενιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρεβενιώτικοι οι γρεβενιώτικες τα γρεβενιώτικα
      γενική των γρεβενιώτικων των γρεβενιώτικων των γρεβενιώτικων
    αιτιατική τους γρεβενιώτικους τις γρεβενιώτικες τα γρεβενιώτικα
     κλητική γρεβενιώτικοι γρεβενιώτικες γρεβενιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γρεβενιώτικος < Γρεβενιώτ(ης) + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

γρεβενιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τα Γρεβενά ή τους κατοίκους τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία