Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γραναζωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γραναζωτ
ός
η
γραναζωτ
ή
το
γραναζωτ
ό
γενική
του
γραναζωτ
ού
της
γραναζωτ
ής
του
γραναζωτ
ού
αιτιατική
τον
γραναζωτ
ό
τη
γραναζωτ
ή
το
γραναζωτ
ό
κλητική
γραναζωτ
έ
γραναζωτ
ή
γραναζωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γραναζωτ
οί
οι
γραναζωτ
ές
τα
γραναζωτ
ά
γενική
των
γραναζωτ
ών
των
γραναζωτ
ών
των
γραναζωτ
ών
αιτιατική
τους
γραναζωτ
ούς
τις
γραναζωτ
ές
τα
γραναζωτ
ά
κλητική
γραναζωτ
οί
γραναζωτ
ές
γραναζωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Γραναζωτοί τροχοί επαγώγιμου σε έκθεση εντός του εργοστασίου. Ο μικρότερος επαγώγιμος τροχός παράγει ενέργεια των 400 KW ενώ ο μεγαλύτερος 1 MW.
Ετυμολογία
επεξεργασία
γραναζωτός
<
γρανάζι
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
γραναζωτός, -ή, -ό
που έχει
γρανάζια
ή λειτουργεί μ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γραναζωτός