Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραναζωτός η γραναζωτή το γραναζωτό
      γενική του γραναζωτού της γραναζωτής του γραναζωτού
    αιτιατική τον γραναζωτό τη γραναζωτή το γραναζωτό
     κλητική γραναζωτέ γραναζωτή γραναζωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραναζωτοί οι γραναζωτές τα γραναζωτά
      γενική των γραναζωτών των γραναζωτών των γραναζωτών
    αιτιατική τους γραναζωτούς τις γραναζωτές τα γραναζωτά
     κλητική γραναζωτοί γραναζωτές γραναζωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Γραναζωτοί τροχοί επαγώγιμου σε έκθεση εντός του εργοστασίου. Ο μικρότερος επαγώγιμος τροχός παράγει ενέργεια των 400 KW ενώ ο μεγαλύτερος 1 MW.

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραναζωτός < γρανάζι + -ωτός

  Επίθετο επεξεργασία

γραναζωτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία